- δασμολόγος
- δασμολόγοςexactor of tributemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασμολόγος — ο (Α δασμολόγος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο έμπειρος στα δασμολογικά θέματα αρχ. ο εισπράκτορας τών φόρων … Dictionary of Greek
δασμολόγοι — δασμολόγος exactor of tribute masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγοις — δασμολόγος exactor of tribute masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγον — δασμολόγος exactor of tribute masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγων — δασμολόγος exactor of tribute masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγῳ — δασμολόγος exactor of tribute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
δασμολογώ — (Α δασμολογῶ, έω) [δασμολόγος] 1. επιβάλλω δασμό, προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να καταβληθεί 2. (για εμπορεύματα) δασμολογούμαι περιλαμβάνομαι στο δασμολόγιο αρχ. 1. εισπράττω ως φόρο («ἀργύριον ἐδασμολόγησεν») 2. (με αιτ. προσ.) φορολογώ… … Dictionary of Greek
δασμολόγια — η (Α δασμολόγια) [δασμολόγος] νεοελλ. η δασμολόγηση αρχ. η φορολογία … Dictionary of Greek
δεματολόγος — ο, η αυτός που δεματιάζει στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεμάτι + λόγος < αρχ. λέγω «συλλέγω» (πρβλ. δασμολόγος, φορολόγος κ.ά.)] … Dictionary of Greek